- μασονικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μασονία: Μασονική στοά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μασονικός — ή, ό [μασόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μασόνους ή στη μασονία, ελευθεροτεκτονικός … Dictionary of Greek
τεκτονικός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τέκτονες, οικοδόμους, ξυλουργούς: Τεκτονικά εργαλεία. 2. αυτός που αναφέρεται στον κλάδο της γεωλογίας «τεκτονική» (βλ. λ.): Τεκτονικός σεισμός. 3. αυτός που αναφέρεται στον τεκτονισμό, στους μασόνους, ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)